- πανυστάτιος
- πᾰν-υστάτιος [τᾰ], α, ον, later for sq., Call.Lav.Pall.54, IG14.1937 ([place name] Rome).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανυστάτιος — ία, ον, Α πανύστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πανύστατος, κατά τα επίθ. σε ίος] … Dictionary of Greek
πανυστάτιον — πανύστατος last of all masc acc sg πανύστατος last of all neut nom/voc/acc sg πανυστάτιος masc acc sg πανυστάτιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστατίην — πανύστατος last of all fem acc sg (epic ionic) πανυστάτιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανυστατίῳ — πανύστατος last of all masc/neut dat sg πανυστάτιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)